A.knead together, “ς. εἰς ἕν” Pl.Phlb.15e: mostly Pass., “ς. κόμμι αἵματι” Dsc.2.24 (as v.l. for -αμένον)“; αἷμα συμπεφυρμένον πυρί” E.Med.1199; πλούτῳ . . πάντα συμπεφ. Pherecr.108.1; “ἡδοναὶ συμπεφ. λύπαις” Pl.Phlb. 51a; “ψυχὴ συμπεφ. μετὰ κακοῦ” Id.Phd.66b; “βιοτὴ . . πολλῇσι κηρσὶ συμπεφυρμένη” Democr.285.
2. mess up, disfigure, “πληγαῖς συνέφυρε πρόσωπον” Theoc.22.111; “αἵματι συνεπέφυρτο τὴν κεφαλήν” Plu. Fab.16: metaph., confuse, confound, Phld.Vit.p.27J.; τὴν πόλιν συμθεφ. ταῖς οἰκήσεσιν built without plan, Plu.Cam.32.