A.join in singing, join in a chorus, “ἐξῆρχε παιᾶνα, οἱ δὲ πάντες συνεπήχησαν” X.Cyr.3.3.58, cf. 7.1.25; “κορυφαίου κατάρξαντος ς. πᾶς ὁ χορός” Arist.Mu.399a15; “συνεπήχουν πρὸς τὸ ἐνδόσιμον” Max.Tyr.7.7: metaph., chime in with, Ph.1.321, Plu.2.44c, Them.Or.18.218a.
συνεπ-ηχέω ,