A.leisurely, tardy, ς. κομισθῆναι to go leisurely, Th.3.29; “ς. ποιεῖν τὴν πορείαν” X.An.4.1.13; “σχολαίτεραι ἀπαλλαγαί” Hp.Dieb.Judic.10; “βίος” Plu.2.603e. Adv. “-αίως” X.An.1.5.8, Arist.EN1171b24, etc.: Comp. “σχολαίτερα” Hdt.9.6; “-αίτερον” Th.4.47, Pl.R.610d: Sup. “-αίτατα” X.HG6.3.6; but also σχολαιότερον, -ότατα, Id.An.1.5.9, Lac.11.3, Gal.6.391 (Adj.); “-οτέρως” Dsc.Ther.Praef.
σχολ-αῖος , α, ον,