A.to be frightened, alarmed, Il.2.268, al.; “θάρσεο . . φρεσί, μηδέ τι τάρβει” Il.24.171, cf. 21.288, Od.7.51, 18.331; οὐδέ τι θυμῷ ταρβεῖ οὐδὲ φοβεῖται nor feels fear, neither turns to flight, Il.21.575, cf.E.Ph. 361; “τὼ μὲν ταρβήσαντε καὶ αἰδομένω βασιλῆα στήτην” Il.1.331; πῶς δ᾽ οὐχὶ ταρβεῖς τοιάδ᾽ ἐκρίπτων ἔπη; A.Pr.932, cf. 898 (lyr.), Pers.685; τὸ ταρβοῦν a state of fear, E.Or.312; μή με ταρβήσας προδῷς from fear, S.Ph.757; “ταρβήσασ᾽ ἔχω” Id.Tr.37; τεταρβηκώς fearstricken, E.IA857 (troch.); “τ. φόβῳ” S.Tr.176, E.HF971; “τ. μὴ . .” Od.16.179, S.OT1011, Tr.297, etc.; “τ. ἀμφ᾽ αὐτῷ μή . .” A.R.3.459; “τ. εἰπεῖν” E.Ba.775.
ταρβ-έω , Boeot. τάρβειμι Hdn.Gr.2.930: (τάρβος):—intr.,