A.“τεύξω” Od.1.277: aor. “ἔτευξα” Il.14.338, etc.; Ep. “τεῦξα” 18.609, Od.8.276: pf. “τέτευχα” AP6.40 (Maced.), 9.202 (Leo Phil.), intr. once in Hom. (v. infr. 1.3); in correct writers τέτευχα is the pf. of τυγχάνω (for in Il.13.346 ἡρώεσσι τετεύχατον or τετεύχετον is f.l. for ἐτεύχετον):—Med., fut. τεύξομαι in act. sense, Il.19.208 (dub. l. here and in A.Ag.1230), but prob. pass. in Il.5.653 (elsewh. fut. of τυγχάνω): aor. inf. “τεύξασθαι” h.Ap.76, 221: redupl. aor. τετυ^κεῖν, -έσθαι, v. infr. 1.1:—Pass., 3 fut. “τετεύξομαι” Il.21.322,585: aor. “ἐτύχθην” 4.470, A.Eu.353 (lyr.); “ἐτεύχθην” Hp.Decent.17 (v.l.), AP6.207 (Arch.), etc. (but this belongs equally to τυγχάνω): pf. τέτυγμαι, plpf. ἐτετύγμην, freq. in Hom., etc., v. infr.; 3pl. τετεύχαται, ἐτετεύχατο, τετεύχατο, Il.13.22, 11.808, 18.574: (v. τυγχάνω):—make ready, make, freq. in Ep. and Lyr.; also in A., but rare in S. and E. (once in Com., Eub.43); never in Prose.
I. produce by work or art; esp. of material things, make, build, δώματα, θάλαμον, νηόν, etc., Il.6.314, 14.166, Od.12.347, etc.; of a worker in metal, “τὸ μὲν [σκῆπτρον] Ἥφαιστος κάμε τεύχων” Il.2.101; “θώρηκα, τὸν Ἥφαιστος κάμε τεύχων” 8.195; τρίποδας . . ἔτευχεν [Ἥφαιστος] 18.373; τ. δόλον, of the net which Hephaestus wrought, Od.8.276; “τέκτονος υἱόν, . . ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν” Il.5.61; of women's handiwork, εἵματα τ. Od.7.235; of a cook, δεῖπνον τετυκεῖν dress or prepare a meal, 15.77,94 (so in Med., prepare a meal or have it prepared, of those who are to eat it, 20.390; “τετύκοντό τε δαῖτα” Il.1.467, 2.430; “τεύχοντο δαῖτα” Od.10.182; “τεύξεσθαι δόρπον” Il.19.208; “δόρπον τετύκοντο” Od.12.307, cf. 283, al. (the Ep. aor. τετυκεῖν, τετυκέσθαι is used in this sense only)); also “τεῦχε κυκειῶ” Il.11.624; ἄλφιτα τεύχουσαι preparing meal (by grinding the grain), Od.20.108; αὐτὰρ ὁ εἴδωλον τεῦξ᾽ formed, created it, Il5.449: so also in Pi. and A., “θεὸς ὁ τὰ πάντα τεύχων βροτοῖς” Pi.Fr.141, cf. O.1.30; “δαῖτ᾽ . . ἔτευξεν” A.Ag.731 (lyr.); φάρμακον τεύχουσα ib.1261; ὦ γαῖα κεραμί, τίς σε Θηρικλῆς ποτε ἔτευξε; Eub. l.c.:—Pass., “δώματα τετεύχαται” Il.13.22; “ἐν βήσσῃσι τετυγμένα δώματα” Od.10.210, 252, cf. 21.215; “θεῶν ἐτετεύχατο βωμοί” Il. 11.808; “βωμὸς . . τέτυκτο” Od.17.210; “νηός γε τέτυκτο” Il.5.446; οἱ . . σῆμα τετεύξεται for him a tomb shall be built, 21.322; “εἵματα . . τετυγμένα χερσὶ γυναικῶν” 22.511; ἱμάντα . . , ᾧ ἔνι πάντα τετεύχαται in which all are wrought, are to be found, 14.220: τετύχθαι τινός to be made of . . , “βόες χρυσοῖο τετεύχατο κασσιτέρου τε” 18.574; “περόνη χρυσοῖο τέτυκτο” Od.19.226, cf. Hes.Sc.208: c. dat. rei, τετυγμένα δώματα . . ξεστοῖσιν λάεσσι built with or of . . , Od.10.210; “αἱ μὲν γὰρ [πύλαι] κεράεσσι τετεύχαται, αἱ δ᾽ ἐλέφαντι” 19.563; but δόμον . . αἰθούσῃσι τετυγμένον built or furnished with . . , Il.6.243.
2. pf. part. τετυγμένος freq. has the sense of an Adj., = τυκτός, well=made, well-wrought, τεῖχος, βωμὸς τετ., Il.14.66, Od.22.335, al.; σάκος, δέπας, κρητήρ, Il.14.9, 16.225, 23.741, al.; “ἄγγεα” Od.9.223; “δῶρα” 16.185; ἀγρός wrought, tilled, 24.206: metaph., νόος ἐν στήθεσσι τετυγμένος a ready, constant mind, 20.366.
II. of natural phenomena. actions, events, etc., cause, bring to pass, τ. ὄμβρον ἠὲ χάλαζαν, of Zeus, Il.10.6; “αἱ δὲ [πύλαι] πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος” 21.538; παλίωξιν τ. 15.70, cf. Hes.Sc.154 (Pass.); “βοὴν διὰ ἄστεος” Od.10.118; “γέλω δ᾽ ἑτάροισιν ἔτευχε” 18.350; γάμον τ. 1.277; “τ. πομπήν” 10.18, cf. Pi.P.4.164; “τ. πόλεμον καὶ φύλοπιν” Od.24.476; “θάνατόν τινι” 20.11; ἄλγεα, κήδεά τινι, work one woe, Il.1.110, Od. 1.244; “ἐν δ᾽ ἄρα οἱ στήθεσσι . . αἱμυλίους τε λόγους καὶ ἐπίκλοπον ἦθος τεῦξε” Hes.Op.79, cf. 265, Th.570; “τ. ξείνια” Pi.P.4.129; τ. μέλος ib.12.19; τ. γέρας, τιμάν τινι, get him honour, Id.I.1.14,67; “τ. κακά” A.Eu.125; τ. στάσιν ἐν ἀλλήλαισι, i.e. to quarrel, Id.Pers.189; “τ. φόβον” Id.Pr.1090 (anap.); “σφαγάς” S.Tr.756; “τάφον” E.Rh.959; “φίλοις ἔριν” Id.Andr.644; “κρυπτὸν δόλον” Call. in PSI11.1218a6:— Pass., to be caused, and so, arise, occur, “ἔργον ἐτύχθη ἀργαλέον” Il. 4.470, cf. 2.320; “οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται” Od.2.63, cf. Il.14.53, 22.450; “τὰ δ᾽ οὐ ἴσαν, ὡς ἐτέτυκτο” Od.4.772, cf. 392; “ἡμῖν νεῖκος ἐτύχθη” Il.11.671; “πὰρ Διὸς ἀθανάτοισι χόλος καὶ μῆνις ἐτύχθη” 15.122; “Ἀργείοισι . . νόστος ἐτύχθη” 2.155; ὅμαδος ἐτ. 12.471, etc.; τετεύξεται αἰπὺς ὄλεθρος ib.345, cf. 5.653; εἰ δή μοι ὁμοίη μοῖρα τέτυκται is ordained, 18.120; “ὁπποτέρῳ θάνατος καὶ μοῖρα τέτυκται” 3.101; φόνος υἷι τέτ. Od.4.771; “φίλοισι δὲ κήδεα . . τετεύχαται” 14.138, cf. Il.21.585; ἐν βροτοῖς γέρων λόγος τέτυκται there exists, A.Ag. 751 (lyr.), cf. E.El.457 (lyr.).
III. c. acc. pers., make so and so, “ὄφρα μιν . . ἄγνωστον τεύξειεν” Od.13.191, cf. 397; τ. τινὰ ἰσοδαίμονα, μέγαν, εὐδαίμονα, Pi.N.4.84, A.Eu.668, E.Heracl.614 (lyr.): of things, “οὐδέ κεν ἄλλως οὐδὲ θεὸς τεύξειε” Od.8.177: c. dupl. acc., ὦ πούς, τί σε . . τεύξω; what shall I make of thee? S.Ph.1189 (lyr.):—hence in pf. and plpf. Pass. simply for γίγνεσθαι or “εἶναι, Ζεὺς ταμίης πολέμοιο τέτυκται” Il.4.84; [Ὠκεανὸς] γένεσις πάντεσσι τέτ. 14.246; “ὅς ῥα Σκαμάνδρου ἀρητὴρ ἐτετυκτο” 5.78, cf. 16.605; οὐ μὲν γάρ τι καταθνητός γ᾽ ἐτ. 5.402, cf. 16.622; νόον ἐν πρώτοισι . . ἐτ. was among the first in mind, 15.643; γυναικὸς ἄρ᾽ ἀντὶ τέτυξο thou was like a woman, 8.163; “ἀντὶ κασιγνήτου ξεῖνός θ᾽ ἱκέτης τε τέτυκται” Od.8.546; “Νύμφαις, ταὶς Δίος ἐξ αἰγιόχω φαῖσι τετυγμέναις” Alc.85: also of things, τόδε σῆμα τετύχθω let this be the sign, Od.21.231, cf. Il.22.30: in aor. 1, “πέπλων ἅκληρος ἐτύχθην” A.Eu.353 (lyr.), cf. Supp.87 (lyr.).