II. in wrestling, 'scrag' one's opponent, “τοὺς νεανίσκους” Plu.Ant.33:— Pass., Pl.Amat.132c, Teles p.50 H., Them.Or.23.291b.
2. metaph., inflict hardship on a combatant, “τοὺς . . φίλους οἱ λειπόμενοι τραχηλιοῦσι πόλεμοι” Ph.2.131:—Pass., “ἐμφυλίῳ πολέμῳ καὶ διχονοίᾳ -ιζόμενοι” J.BJ4.6.2.
3. metaph. in Pass., to be overpowered, swept away, “ταῖς ἐπιθυμίαις” Ph.2.127; of ships in a whirlpool, Str.6.2.3.
III. in a pun on signfs. 1, 11.1, and 11.3, ἰδὼν Ὀλυμπιονίκην εἰς ἑταίραν πυκνότερον ἀτενίζοντα, "ἴδε" ἔφη, "κριὸν Ἀρειμάνιον ὡς ὑπὸ τοῦ τυχόντος κορασίου -ίζεται" see how the ram's neck is being twisted, D.L.6.61, cf. Plu.2.521b; τοὺς πολυπράγμονας ἴδοις ἂν ὑπὸ παντὸς ὁμοίως θεάματος -ιζομένους καὶ περιαγομένους ibid.