A.“ἐρίων . . τρηχείων” GDI 5633.14 (Teos); dual in Trag. τραχεῖ, Ion Trag.67:—jagged, “λίθος” Il. 5.308; χαλινοί, opp. λεῖοι, X.Eq.9.9, cf. 10.6; “τ. καὶ γωνιοειδής” Thphr. Sens.65; prickly, ἄκανθαι, ἄκανθα, Plu.2.32e, 138d (both Sup.); rugged, ἀκτή, ἀταρπός, Od.5.425, 14.1; as epith. of Ithaca, 9.27, 10.417; so “γῆ λιθώδης καὶ τρηχέα” Hdt.4.23; Χερσονήσου τῆς Τρηχέης καλεομένης, of the Crimea, ib.99; and freq. in Trag. and Att. of rocky districts, A.Pr.726, E.Fr.1083; τὰ τραχέα, τὰ τραχύτατα, X.Cyn.4.10, Plu.Flam.4; “τ. καὶ χαλεπὴ ὁδός” Pl.R.328e; also, rough, “γλῶσσα” Hp.Morb.2.63; ἔρια GDI l. c., PCair.Zen.287.2 (iii B. C.); σφόγγοι ib.12.56 (iii B. C.); χῆμαι ib.82.12 (iii B. C.); σινδόνες (towels, opp. μαλακαί) Gal.6.418; χερσὶ μὴ πάνυ μαλακαῖς, ὥσπερ αὖ μηδὲ τραχείαις, ἀνατρίβειν τὸ σῶμα ib.417; “τὰ τ. κατὰ τὰς ἀνωμαλίας ἀλλήλοις ἐμπλεκόμενα ἑνοῦται, τὰ δὲ λεῖα κτλ.” Diocl.Fr.26; “βλέφαρα” Sor. 2.16, PTeb.273 intr. (ii/iii A. D.); shaggy, τὰ κάτωθεν τ. καὶ τραγοειδής, of Pan, Pl.Cra.408d, cf. 420e; “λάσιον καὶ τ. [τὸ κέαρ] . . ἔχοντες” Id.Tht.194e; τ. σώματα, opp. λεῖα, X.Mem.3.10.1; of the voice, harsh, Pl.Ti.67c, etc.; esp. of the voice of boys, when it breaks, “μεταβάλλειν ἐπὶ τὸ -ύτερον” Arist.HA581a18; “τὸ τ. τῆς φωνῆς” Plu. Mar.14; and of a person, “τῇ φωνῇ τ.” X.An.2.6.9; also τραχυτάτη γλῶσσα (cf. τραχύστομος) Str.14.2.28; of sounds and their combinations, harsh, opp. λεῖος, σύνθεσις, διάλεκτος, Phld.Po.Herc.994.32,36:—on τραχεῖα ἀρτηρία, v. ἀρτηρία.
2. of battle and conflict, “ὑσμίνη” Hes.Sc.119; “νιφὰς πολέμοιο” Pi.I.4(3).17(35), cf. Simon.89; “φάλαγγες” Tyrt.12.22.
3. of natural forces, “ῥόθιον” A.Pr.1048 (anap.); “-ύτερα τὰ νοσήματα ἀπεργάζεσθαι” Pl.Ti.84c; of a river, Plu.Alex. 60, etc.; “ἄελλαι” A.R.1.1078.
4. of persons, their acts, feelings, or conditions, rough, harsh, savage, “τ. ἔφεδρος” Pi.N.4.96; οὐ τ. εἰμι καταθέμεν I am not niggardly in paying, ib.7.76; “Ἡσυχία” Id.P.8.10; “ἅπας δὲ τ. ὅστις ἂν νέον κρατῇ” A.Pr.35, cf. 188 (anap.), 326; “δικαστὴς τ. εἶ” Id.Ag.1421; “τ. γε . . δῆμος” Id.Th.1049; “τ. καὶ τεθηγμένους λόγους” Id.Pr.313; “τ. ὀργή” E.Med.447; “λεῖον καὶ τ. πάθημα” Pl.Ti.63e; “νόμοι τραχύτατοι” Id.Lg.864c; τὸ τ. τοῦ ἤθους, τοῦ νόμου, Id.Cra.406a, R.452c; “-ύτερα πράγματα” Isoc.7.18; εὐνομίη τραχέα λειαίνει smooths the rough places, Sol.4.35.
II. Adv. τρα_χέως, Ion. τρηχέως, rare in the literal sense, roughly, “τ. ὑλακτεῖν” Plu.Arat.8; neut. as Adv., “τρηχὺ φωνῇ ἠπείλει” Theoc.25.74; “θάλασσα τραχὺ βοᾷ” AP5.179 (Mel.).
2. of men's acts, τρηχέως περιέπειν τινά handle roughly, Hdt.1.73, 114; τραχέως ἔχειν to be rough, harshly disposed, Isoc.3.33; τινι D.19.45; “-ύτερον ἄρχειν” Isoc.3.55; “τ. ἀποκρίνεσθαι” Plu.Phoc.21, etc.; τ. φέρειν take hardly, Id.Lys.15; rarely τραχυτέρως, Pl.Clit.406a; “περιέφθησαν τρηχύτατα” Hdt.6.15. (Prob. cogn. with θράσσω, cf. ἐνθράσσω.)