A.“ἀπο-θρέξεις” Pl.Com.232: aor. 1 ἔθρεξα (v. infr.):—but the usual fut. and aor. come from the root δραμ-, viz. “δρα^μοῦμαι” E.Or.878, X.An. 7.3.45, etc.; Ion. “δραμέομαι” Hdt.8.102; late “δραμῶ” LXX Ca.1.4; but “ὑπερ-δραμῶ” Philetaer.3 (dub. l.); δράμομαι in compd. “ἀναδράμεται” AP 9.575 (Phil.): aor. 2 ἔδρα^μον (v. infr.): pf. δεδράμηκα [α^] Philem. 38, Men.741, (ἀνα-) Hdt.8.55, (κατα-) X.HG4.7.6, (περι-) Pl.Clit. 410a, (συν-) D.17.9: plpf. ἐδεδραμήκεσαν (κατ-) Th.8.92: poet. pf. δέδρομα (ἀνα-, ἐπι-) Od.5.412, 20.357:—Pass., pf. δεδράμημαι (ἐπι-) X.Oec.15.1.—The Verb is not common in Hom., who has pres. in Il.23.520, Od.9.386; in Il.18.599,602, Ion. Iterat. θρέξασκον (ἔθρεξα was also old Att., Epigr. ap. Plu.Arist.20, E.IA1569 (s. v. l., ἔβρεξε Weil), (περι-) Ar.Th.657); but the common aor. was ἔδραμον, Il. 23.393, Od.23.207, al.—Dor. τράχω [α^] Pi.P.8.32, Hsch., EM356.10: fut. “θραξοῦμαι” Hsch.:—run, of men, “ἰθὺς δράμε” Od.23.207, etc.; “θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι” Il.18.599; “τρέχει Ὅρκος ἅμα . . δίκῃσιν” Hes. Op.219; “ᾤχεο τρέχων” Epich.37,110 (τράχων cf. Ahrens); “βαδίζειν καὶ τ.” Pl.Grg.468a; τρέχων, opp. βάδην, X.Cyr.2.2.30; “τ. χερσίν, οὐ ποδωκείᾳ σκελῶν” A.Eu.37: of horses, Il.23.393,520: the part. is freq. added to another Verb, τί οὐ τρέχων σὺ τὰς τραπέζας ἐκφέρεις; why do you not run and carry out . . ? Pl.Com.69.2, cf. Pl.R.327b; v. infr. 2.
2. of things, move quickly, “τὸ δὲ [τρύπανον] τ. ἐμμενὲς αἰεί” Od.9.386, cf. Il.14.413; “ναῦς παρὰ γῆν ἔδραμεν” Thgn.856; “πόλιν . . ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν” S.Aj.1083; τὸ δ᾽ ἐν ποσὶ τράχον ἴτω let what is now before me go trippingly, Pi.P.8.32; “ἐπὶ καρδίαν ἔδραμε . . σταγών” A.Ag.1121 (lyr.); “ἔρις δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω” having run its course, S.Aj. 731; πυρετὸς . . ἥκει τρέχων has come quickly, Nicopho 12.
II. c. acc. loci, run over, “ῥόθια πεδία” E.Hel.1117 (lyr.); “ὁ ἵππος τ. καὶ πρανῆ καὶ ὄρεια” X.Eq. 8.1:—in Att. Prose θέω seems to be more freq. in the pres., and in some phrases used exclusively, e.g. θεῖν δρόμῳ, v. θέω (A) 11.1 and cf. Th.3.111, X.An.1.8.18.
2. c. acc. cogn., δραμεῖν ἀγῶνα, βῆμα, δίαυλον, δρόμον, run a course, a heat, E.El.883,954, Alex.235, Men. 741, etc.; λαμπάδας, i. e. torch-races, IG22.1028.14: freq. metaph., ἀγῶνα δρ. run a risk, E.Alc.489, cf. IA1455; “ἀγῶνα θανάσιμον δραμούμενον” Id.Or.878; πολλοὺς ἀγῶνας δραμέονται περὶ σφέων αὐτῶν run for their life or safety, Hdt.8.102; “κινδύνων τὸν μέγιστον τ.” D.H.4.47; τὸν ὑπὲρ ψυχῆς ἀγῶνα, κίνδυνον ὑπὲρ τῆς ψυχῆς τ., Id.7.48, 4.4; “ἐσχάτην τρέχοντες ταύτην” Plb.1.87.3: sts. the acc. is omitted, περὶ ἑωυτοῦ τρέχων running for his life, Hdt.7.57; περὶ τῆς “ψυχῆς” Id.9.37; “φόνου πέρι” E.El.1264; περὶ νίκης f.l. in X.An.1.5.8 (ἐπὶ νίκῃ Rehdantz); cf. θέω (A) 1.2, “δρόμος” 1.2, κρέας fin.