A.wear out, emaciate, “τὸ πᾶν σῶμα” Gal.6.488; “τὴν Ἑλλάδα” Hdn.3.2.8; τρυχνοῦν (fort. τρυχοῦν), = καταπονεῖν, ἰσχναίνειν, Hp. ap. Gal.19.147:—Pass., “οἶκος τρυχοῦται” Mimn.2.12; mostly in pf. part. τετρυχωμένος, Th.4.60, Hp.Mul.1.61, Pl.Lg.807b (v.l.), etc.; “τῷ πολέμῳ κατὰ πάντα τετρ.” Th.7.28; “ὑπὸτῶν πολέμων” Plb.1.11.2; “παλαιὸν καὶ τετρ. δίκτυον” Alciphr.1.14; also τρυχωθῆναι τὸ σῶμα, viz. by disease, Hp.Mul.1.5.
τρυ_χόω ,