I. in concrete sense, source of joy, delight, χ. γενέσθαι or ἔσσεσθαί τινι, Il.17.636, 23.342; “χ. φίλοις” Thgn.692; “χ. μεῖζον ἐλπίδος κλύειν” A.Ag.266, cf. S.Fr.636.1; “μᾶζαν, ἣν . . Δηὼ βροτοῖσι χ. δωρεῖται” Antiph.1; of victory in the games, “ἄπονον ἔλαβον χ.” Pi.O.10 (11).22; “καλλίνικον χ.” Id.I.5 (4). 54: freq. in pl., Od.6.185; “μὴ γείτοσι χάρματα γήμῃς” Hes.Op.701, cf. Max.87 (sg.); χάρματ᾽ Ἐρινύος, χάρματα θηρῶν, E.Ph.1503, Supp.282 (both lyr.); χάρματ᾽ ἄλλοις ἔθηκεν, ἐμβαλεῖν χ. ἀνθρώποισι, Pi.O.2.99, 7.44; “ἀντιδιδόναι” A.Eu.984 (lyr.).
χάρμα , ατος, τό, (χαίρω):