A.needing, in want of, “νῦν γὰρ εἶ χ. φίλων” E.HF 1337; πάντων . . χρεῖοι ib.51: abs., needy, poor, “χρεῖος εἶ, ξένη, φυγάς” A.Supp.202; “χ. ὢν οὐδὲν σθένει” E.Fr.142; also in later Prose, “ἄνθρωποι χ. τροφῆς” D.Chr.32.9; “λουτ ροῦ χρεῖός ἐστιν” Luc.Am.42, cf. Ph.2.98, etc., v. Moeris p.415P., Thom.Mag. p.400R.
χρεῖος , ον, (χρή)