ἁρπάζω , fut. ἁρπάξω, aor. ἥρπαξα,
ἥρπασα: seize, snatch; esp. of robbery,
abduction, and attacks of wild animals, ὅτε σε
πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατείνης | ἔπλεον ἁρπάξα_ς, the
‘rape’ of Helen, Il.
3.444
; ὡς ὅδε (αἰετός) χῆν᾽ ἥρπαξε,
Od. 15.174;
κῦμα μέγ̓ ἀρπάξαν, Od.
5.416.