ἄρουρα (ἀρόω): cultivated land (pl.,
fields), ground, the earth;
τέμει δέ τε τέλσον ἀρούρης (sc.
ἄροτρον), Il. 13.707
; ὅτε φρίσσουσιν ἄρουραι,
Il. 23.599;
πλησίον ἀλλήλων, ὀλίγη δ᾽ ἦν ἀμφὶς ἄρουρα,
Il. 3.115;
ζείδωρος ἄρουρα, δ 229, Od.
19.593 (personified, Il.
2.548).