ἀπ-όλλυ_μι , fut. ἀπολέσσω, aor. ἀπώλεσα, mid. ἀπόλλυμαι,
ἀπολλύμενος, fut. inf. ἀπολεῖσθαι, aor. 2 ἀπωλόμην,
ἀπόλοντο, iter. ἀπολέσκετο,
opt. 3 pl. ἀπολοίατο, perf. 2 ἀπόλωλεν: I. act.,
lose, destroy;
πατέρ᾽ ἐσθλὸν ἀπώλεσα,
Od. 2.46; οὐ γὰρ
Ὀδυσσεὺς οἶος ἀπώλεσε νόστιμον ἦμας,
Od. 1.354;
κεῖνος ἀπώλεσεν Ἴλιον ι?ρήν,
Il. 5.648;
ἐκπάγλως ἀπόλεσσαν (φῆρας),
Il. 1.268.—II. mid.,
be lost, perish; freq. as imprecation, ἀπόλοιτο, Σ 107, Od.
1.47.