ἀπο-φώλιος :
good-for-nothing, empty;
οὐκ ἀποφώλιος ἦα | οὐδὲ φυγοπτόλεμος,
Od. 14.212;
νόον δ᾽ ἀποφώλιός ἐσσι,
Od. 8.177; οὐκ
ἀποφώλια εἰδώς, ‘no fool,’ Od. 5.182
; ἀποφώλιοι εὐναί,
‘unfruitful,’ Od.
11.249.