ἀπο - τρέπω , fut. ἀποτρέψεις, -ουσι, aor. 2 ἀπέτραπε, mid. aor. 2 ἀπετράπετο: turn away or back,
divert from (τινά τινος); mid.,
turn away, αὐτὸς δ᾽ ἀπονόσφι
τραπέσθαι, ‘avert thy face,’ Od. 5.350
; αὖτις ἀπετράπετο, ‘turned
back,’ Il.
10.200.