ἀπ-ωθέω , fut. ἀπώσω, inf. ἀπωσέμεν, aor. ἀπέωσε,
ἀπῶσε, subj. ἀπώσομεν, mid.
fut. ἀπώσεται, aor. ἀπώσατο, -ασθαι, -άμενον, οι, ους: push
or thrust
away (τινά τινος, or
ἐκ τινός), mid., from oneself; ἀπῶσεν ὀχῆας, ‘pushed
back,’ Il. 24.446
; Βορέης ἀπέωσε, ‘forced
back,’ Od. 9.81 (cf. mid.,
Od. 13.276); θυρα?ων ἀπώσασθαι λίθον, in order to get out, Od. 9.305
; μνηστῆρας ἐκ μεγάροιο, Od. 1.270.