ἀσπάσιος (ἀσπάζομαι): (1) welcome;
τῷ δ᾽ ἀσπάσιος γένετ̓ ἐλθών, Κ 35,
Od. 9.466; so νύξ, γῆ, βίοτος, Od.
5.394 (cf. 397).—(2) glad, joyful,
Il. 21.607, Od. 23.238. —Adv., ἀσπασίως, ν 33, Il.
7.118.