βίοτος (βίος): life, livelihood, substance, goods;
πότμος βιότοιο,
Il. 4.170;
βίοτον καὶ νόστον,
Od. 1.287;
ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν,
Od. 1.160;
βίοτος καὶ κτήματα, Od.
2.123.