βοάω (βοή), βοάᾳ, βοόωσιν, inf.
βοᾶν, part. βοόων, aor. (ἐ)βόησα, part. βοήσα_ς,
βώσαντι: shout;
μέγα, μακρά
(‘afar’), σμερδνόν,
σμερδαλέον, ὀξύ, etc.; of things, κῦμα, ἠιόνες, ‘resound,’
‘roar,’ Il.
14.394, Il. 17.265.