δια-τμήγω , aor. inf. διατμῆξαι, aor. 2 διέτμαγον, aor. 2 pass. διετμάγην, 3 pl. διέτμαγεν:
cut apart, cleave, separate;
διατμήξα_ς, sc. Τρῶας, Il. 21.3; fig.,
νηχόμενος μέγα λαῖτμα διέτμαγον, η
276, Od. 5.409; freq. pass.
as dep., τώ γ᾽ ὣς βουλεύσαντε
διέτμαγεν, ‘parted,’ Il. 1.531.