δουπέω (δοῦπος), old form γδουπέω:
ἐπὶ (adv.) δ᾽
ἐγδούπησαν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη,
thundered, Il. 11.45
(cf. ἐρίγδουπος); often δούπησεν δὲ πεσών, fell with a
thud, and without πεσών,
δουπῆσαι,
Il. 13.426;
δεδουπότος Οἰδιπόδα_ο | ἐς τάφον, Il. 23.679.
See δοῦπος.