ἐθέλω , subj. ἐθέλωμι, ipf. ἔθελον,
ἠθέλετον, iter. ἐθέλεσκες,
fut. ἐθελήσω, aor. ἐθέλησα: will, wish, choose, with neg.,
be unwilling, refuse;
οὐδ᾽ ἔθελε προρέειν (υ?δωρ), Il.
21.366, Il. 1.112; so οὐκ ἐθέλων, πολλὰ μάλ᾽ οὐκ ἐθέλοντος,
‘sorely against his will;’ in prohibitions w.
μή (noli), μήτε
σύ, Πηλείδη ἔθελ̓ ἐριζέμεναι βασιλῆι, Il. 1.277; foll. by ὄφρα, Il.
1.133.