εἴρομαι , εἴρεαι, subj. εἴρωμαι,
-ηαι, -ηται, -ώμεθα, imp. εἴρεο,
εἰρέσθω, inf. εἴρεσθαι,
part. εἰρόμενος, ipf. εἴρετο, -οντο, fut. εἰρήσομαι: ask, inquire, often τινά τι, also ἀμφί τινι,
περί τινος, etc.; and w. acc. of thing inquired about or
for, φυλακᾶς δ᾽ α?ς εἴρεαι,
Il. 10.416, Ζ
239, Od.
11.542.