εὐχετάομαι (εὔχομαι), opt. εὐχετοῴμην: pray or offer
obeisance, τινί,
boast;
εὐχετόωντο θεῶν Διὶ Νέστορί τ
ἀνδρῶν,
Il. 11.761, Od. 8.467; ὑπέρβιον, αὔτως
εὐχετάασθαι,
Il. 17.19, Il. 20.348; τίνες ἔμμεναι
εὐχετόωνται, Od. 1.172
(see εὔχομαι).