γέγωνα, γεγωνέω, γεγώνω :
the perf. w. pres. signif., inf. γεγωνέμεν, part. γεγωνώς,
plup. (or ipf.) ἐγεγώνει, pres. inf.
γεγωνεῖν, ipf. ἐγέγωνε, (ἐ)γεγώνευν: make oneself heard by
a call; οὔ πώς οἱ ἔην βώσαντι
γεγωνεῖν,
Il. 12.337;
ὅσσον τε γέγωνε βοήσα_ς (sc. τὶς), Od. 5.400;
call, cry out to, γέγωνέ τε
πᾶν κατὰ ἄστυ,
Il. 24.703;
Κίκονες Κικόνεσσι γεγώνευν, Od.
9.47.