γεραιός : old, aged,
venerable; only subst. in Homer, δῖε
γεραιέ,
Il. 24.618;
Φοῖνιξ ἄττα, γεραιὲ διοτρεφές,
Il. 9.607;
παλαιγενές,
Il. 17.561;
γεραιαί, Il.
6.87.— Comp., γεραίτερος.