σαόω (σάος), σώω, σώζω, subj.
σόῃς, σόῃ (σόῳς, σόῳ), 3 pl. σόωσι
(σάωσι, σοῶσι), imp. σάω, part. σώζων,
σώοντες, ipf. σάω (σάου), iter. σώεσκον, fut. σαώσω, inf.
σαωσέμεν(αι), aor. (ἐ)σάωσα, mid. fut. σαώσεαι,
pass. aor. 3 pl. ἐσάωθεν, imp. σαωθήτω, inf. σαωθῆναι: save, preserve, deliver, mid.,
oneself, Od. 5.490,
Il. 16.363; freq. implying motion,
ἐκ πολέμου, τηλόθεν, ἐς προχοα?ς, ἐπὶ
νῆα,
Od. 3.231, Ρ
692, Od.
21.309.