A.paying for expenses incurred: hence, useful, profitable, advantageous, “τὸ πρᾶγμά μοι λ.” Axionic.6.8; “οὐδέποτ᾽ . . -έστερον ἀδικία δικαιοσύνης” Pl.R.354a, cf. 364a; “ἐμπορεύματα -έστερα” X.Hier.9.11; -“εστάτην ζωὴν ζῆν” Pl.R.344e; λυσιτελῆ advantages, Plb.4.38.8; τὸ -έστατον πρὸς ἀργύριον what was most profitable in point of money, D. 20.13; “τὰ λ. καὶ ἀλυσιτελῆ πρός τι” Phld.Mus.p.93 K.; “κτήσεις -έστεραι” Id.Oec.p.68 J.
2. cheap, X.Vect.4.30, D.H.7.37.
II. rarely of persons, profitable, advantageous, Pl.Phdr.239c.
2. cheaply, “τοῦ δέοντος πρίασθαι -έστερον” Ael.NA10.50.