A.something that makes drink taste pleasant, name of a cup, Epig.5, IG11(2).110.26 (Delos, iii B.C.), SIG2 588.7 (ib., ii B.C.), Semusap.Ath.11.469c:—Dim. ἡδυ-ποτίδιον , IG7.303 (Oropus, iii B.C.), 11(2).203B29 (Delos, iii B.C.):—also ἡδυ-πότιον , Cratin.Jun.14 (s.v.l.), IG22.1534.220 (iii B.C.), al.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
Ηη
-
ἡγεσία
ἡγεσίλα_ος
-
ἡδυ-επής
ἡδύ-θροος
-
ἡδυσματο-θήκη
ἡδυσματό-ληρος
-
ἠθι^κ-εύομαι
ἠθι^κ-ός
-
ἠλασκάζω
ἠλάσκω
-
ἡλιο-βολέομαι
ἡλιό-βολος
-
ἠλιφάρμα^κος
ἦλιψ
-
ἡμέρα
ἡμεραῖος
-
ἡμερο-φα^ής
ἡμερό-φαντος
-
ἡμι-δακτυ^λιαῖος
ἡμι-δακτύλιον
-
ἡμι-κεφάλαιον
ἡμι-κεφάλιον
-
ἡμι-μάσητος
ἡμι-μέγιστον
-
ἡμι-ούγκιον
ἡμι-πα^γής
-
ἡμισ-ευτής
ἡμισ-εύω
-
ἡμι-τομίας
ἡμί-τομος
-
ἡμι-χώριον
ἡμί-χωστος
-
ἡνιοχ-έω
ἡνιόχ-η
-
ἤπερ
ἧπερ
-
Ἡρακλείτ-ειος
Ἡρακλειτ-ίζω
-
ᾐρμένως
ἡρμοσμένως
-
ἡσσόνως
ἥσσων
-
Ἡφαιστό-τευκτος
Ἡφαιστό-χειρος
-
ἠώς
entry:
ἡδύ-θροος
ἡδύ-καρπος
ἡδυ-κρέως
ἡδύ-κωμος
ἡδυ-λάλος
Ἡδύλειος
ἡδυ^λ-ίζω
ἡδυ^λ-ισμός
ἡδυ^λογ-έω
ἡδυ^λογ-ία
ἡδυ?́λογ-ος
ἡδύλος
ἡδυ^-λύρης
ἡδυ^-μα^νής
ἡδυ^-μέλεια
ἡδυ^-μελής
ἡδυ?́-μελι
ἡδυ^-μελίφθογγος
ἡδυ^-μι^γής
ἥδυ^μος
ἡδυν-τέον
ἡδυν-τήρ
ἡδυν-τήριος
ἡδυν-τικός
ἡδυν-τός
ἡδύν-ω
ἡδύ-οδμος
ἡδυ-οινία
ἡδύ-οινος
ἡδυ-όνειρος
ἡδύ-οσμος
ἡδυ-όφθαλμος
ἡδυ^πάθ-εια
ἡδυ^παθ-έω
ἡδυ^πάθ-ημα
ἡδυ^παθ-ής
ἡδύ-πνευστος
ἡδυ-πνοΐς
ἡδύ-πολις
ἡδυ-πορφύρα
ἡδυ-πότης
ἡδυ-πότις
ἡδύ-ποτος
ἡδυ-πρόσωπος
ἡδύ-ραβδον
ἡδύς
ἡδύσα^ρον
ἥδυσμα
ἡδυσμάτιον
ἡδυσματο-θήκη
This text is part of:
View text chunked by:
Table of Contents:
ἡδυ-πότις , ιδος, ἡ,