I.murder, homicide, slaughter, Hom., Hes., etc.; φ. Ἑλληνικός a slaughter of Greeks, Hdt.: in pl., φόνοι τ᾽ ἀνδροκτασίαι τε Od.; φόνοι, στάσεις, ἔρις, μάχαι Soph.
2.in law, murder, homicide, φόνου διώκειν τινά to prosecute one for murder, Antipho.; φ. ἑκούσιος and ἀκούσιος murder and manslaughter, Dem.
3.blood shed in murder, gore, ἂμ φόνον, ἂν νέκυας Il.; also, ἐρυγόμενοι φόνον αἵματος clots of blood, Aesch., etc.
= φόνιον αἷμα, id=Aesch.; ἐμοῦσα θρόμβους φόνου vomiting