δια-κρι?νω , fut. διακρινέει, aor. διέκρι_νε, opt. διακρι?νειε,
pass. aor. διεκρίθην, 3 pl. διέκριθεν, opt. διακρινθεῖτε, inf. διακρινθήμεναι, part. -θέντε,
-θέντας, perf. part. διακεκριμένος, mid. fut. inf. διακρινέεσθαι: part, separate, distinguish;
(αἰπόλια) ἐπεί
κε νομῷ μιγέωσιν, Il.
2.475; of parting combatants, μαχησόμεθ᾽
εἰσόκε δαίμων | ἄμμε
διακρι?νῃ, Il. 7.292;
‘distinguish,’ Od.
8.195; freq. in passive.