A.“βρίθῃσι” Od.19.112: Ep. impf. “βρῖθον” 9.219: fut. “βρίσω” B.9.47, Ep. inf. “-έμεν” h.Cer.456: aor. “ἔβρι_σα” Il.12.346, etc.: pf. “βέβρι_θα” 16.384, Hp.Mul.2.133, E.El.305: plpf. “βεβρίθει” Od. 16.474:—Pass. (v. infr.):—poet. Verb (also in later Prose, v. infr.), to be heavy or weighed down with, c. dat., “σταφυλῇσι βρίθουσαν ἀλωήν” Il.18.561; “βρίθῃσι δὲ δένδρεα καρπῷ” Od.19.112, cf. 16.474; ὑπὸ λαίλαπι . . βέβριθε χθών (sc. ὕδατι) Il.16.384; βότρυσι, καρποῖς, Jul. Or.3.113a, 7.230d: metaph., “ἀλάστωρ ξίφεσι βρίθων” E.Ph.1557 (lyr.); “ὄλβῳ β.” Id.Tr.216 (lyr.); “πίνῳ . . βέβριθα” Id.El.305; “κάτω β. περὶ τὴν ὔλην” Iamb.Myst.5.11.
2. c. gen., to be laden with or full of, “τράπεζαι σίτου καὶ κρειῶν ἠδ᾽ οἴνου βεβρίθασι” Od.15.334; “πάντα δ᾽ ἐρίθων ἀραχνᾶν βρίθει” S.Fr.286; “πεδιὰς βρίθουσα ζῴων καὶ φυτῶν” Ph. 2.217.
3. c. acc., “βούβρωστις φόνον βρίθουσα” Epigr.Gr.793.4.
4. abs., to be heavy, ἔρις . . βεβριθυῖα ( = βαρεῖα) Il.21.385; “εὔχεσθαι . . βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν” Hes. Op.466; so in Hp. and later Prose, ᾗ ἂν . . βρίσῃ wherein the weight is thrown, Hp.Flat.10; βεβρίθασιν οἱ τιτθοί are loaded, Id.Mul.2.133, cf. Ph.1.330, etc.; “ἐς γόνατα ἡ κεφαλὴ β.” Philostr.Im.1.18: but rare in Att., βρίθει ὁ ἵππος bows or sinks, Pl. Phdr.247b; ὅταν βρίσῃ [ὁ κύκλος] ἐπὶ θάτερον μέρος inclines to one side, Arist.Pr.915b3: metaph., πᾷ τύχα βρίσει how Fortune will incline the scales, B.9.47.
II. of men, outweigh, prevail, “ἐέδνοισι βρίσας” Od.6.159: abs., have the preponderance in fight, prevail, “ὧδε γὰρ ἔβρισαν Αυκίων ἀγοί” Il.12.346; “τῇ δὲ γὰρ ἔβρισαν . . Ἕκτωρ Αἰνείας τε” 17.512; βρίσαντες ἔβησαν charged with their might, ib.233; later εὐδοξίᾳ β. to be mighty in . . , Pi.N.3.40; “εἰ . . χειρὶ βρίθεις ἢ πλούτου βάθει” S.Aj.130.
III. trans., weigh down, load, “ὅσπερ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ” Pi.N.8.18; “τάλαντα βρίσας” A.Pers.346.
2. Pass., to be laden, μήκων καρπῷ βριθομένη laden with fruit, Il.8.307; μόροισι βρίθεται [ἡ βάτος] A.Fr.116; τῷ δ᾽ οὐ βρίθεται [ἡ τράπεζα]; E.Fr.467; ἐβρίθοντο ἀϊόνες [σώμασι] Tim.Pers.108; “πλοῦτον χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ -όμενον” Jul.Or.2.86b: c. gen., “πέτηλα βριθόμενα σταχύων” Hes.Sc.290; “συμποσίων . . βρίθοντ᾽ ἀγυιαί” B.Fr.3.12; “βριθομένης ἀγαθῶν τραπέζης” Pherecr.190 (hex.); “βριθομένη χαρίτων” AP5.193 (Posidipp. or Asclep.): abs., “ἄξονες βριθόμενοι” A.Th.153 (lyr.). (Cf. βρῖ.)