A.go straight, press right on, rare in pres., ὁ δέ, κρειῶν ἐρατίζων, ἰθύει [υ^] Il.11.552; ἔνθα καὶ ἔνθ᾽ ἴθυσε μάχη πεδίοιο the tide of war set straight over the plain . . , 6.2; “ἰθύει τάχιστα δελφίς” Pi.Fr.234; “ἰθύει τὸ ἔμβρυον πρὸς τὸ ἧπαρ” Hp.Mul.1.32, cf. 2.145 vulg.: c. gen. objecti, ὣς Ἕκτωρ ἴθυσε νεός dashed straight atit, Il. 15.693; “ἴθυσαν δ᾽ ἐπὶ τεῖχος” 12.443; ἴθυσαν πρός . . Hdt.4.122.
ἰθύω [ι_], aor. ἴθυ_σα (v. infr.),