A.ill-disposed, disaffected, opp. εὔνους, Antipho Soph.109, Ar.Pax496 (lyr.), 671; “εὐνοεῖν τοῖς κακόνοις” X.Cyr.8.2.1; τινι Id.An.2.5.16; “τῇ πόλει” Th.6.24; “τῷ πλήθει” Lys.25.7; τῷ δήμῳ κακόνους ἔσομαι, oligarchical oath in Arist.Pol.1310a9; “εἰς τὰ ὑμέτερα πράγματα” Lys.20.20: Sup. “κακονούστατος” Id.7.28, D.23.6. Adv. κακονόως Sch.E.Or.108; “κακόνως” Poll.5.115: Sup. -νούστατα ib.116.
κα^κό-νοος , ον, contr. κα^κό-νους , ουν: Att. pl. κακόνοι:—