A.become hard or dry through age, κατεσκιρωμένης (-σκηρ- cod.): πεπαλαιωμένης, Hsch., cf. eund.s.v. κατεσκληκότα (ubi-σκληρ- cod.).
II. pf.inf. κατεσκιρῶσθαι (sic cod. Patm., -σκειρῶ- cod. Phot.), = λελευκάνθαι, Apollod.Hist.Fr.107(c) J. (nisi leg. κατεσκυρῶσθαι eodem sensu).