A.“σπερῶ” LXX (v. infr.):—sow, plant, “εἰς μήτραν ζῷα” Pl.Ti.91d: metaph., “ἀνίας μοι κατασπείρας” S.Aj.1005:—Pass., “ὁ κατεσπαρμένος σπόρος” PMagd.7.8 (iii B.C.).
II. spread as in sowing, τοῦ χάρακος κ. [πυροβόλα] scatter them over . . , Plu.Cam.34; “αὐτοῖς αὔραν τινὰ κ. ἡ χώρα νότιον” Id.Dio 25:—Pass., to be spread abroad, dispersed, “εἰ μὴ κατεσπαρμένοι ἦσαν οἱ τοιοῦτοι λόγοι ἐν τοῖς πᾶσιν” Pl.Lg.891b.
III. plant, “ἀμπελῶνα” LXX De.22.9; “γῆν” PMagd.28.3 (iii B.C.), Ph.2.262: metaph., [“νόσοι] χωρία καὶ πελάγη κατασπείρασαι τῶν ἀβουλήτων” Id.2.567; “πλούτῳ Ἑλλάδα κ.” D.H.Dem.29.