A.place of refuge, Hdt.7.46; “ἔχει γὰρ καταφυγὴν θὴρ μὲν πέτραν, δοῦλος δὲ βωμούς” E.Supp.267; κ. σωτηρίας a safe retreat, Id.Or.724; “μηδεμίαν ἔχειν κ.” Isoc.14.55; “μόνην οἴονται κ. εἶναι τοὺς φίλους” Arist.EN1155a12; “κύριος κ. μου” LXX Ex.17.15; “ἐπί τινα κ. πεποιῆσθαι” Sammelb.4638.29 (ii B.C.), etc.
2. c. gen. obj., κ. κακῶν refuge from . . , E.Or.448 (pl.); “τῶν ἀκουσίων ἁμαρτημάτων κ. εἶναι τοὺς βωμούς” Th.4.98; “κ. ποιεῖσθαι εἰς τέκνα” E.Or.567 (pl.), cf. Antipho 1.4; “ηὕρισκον κ. αὑτοῖς εἰς θεούς” Pl.Lg.699b, etc.; “ἡ εἰς τοὺς νόμους κ.” Hyp.Eux.10; “ἐμοὶ πόλις ἐστὶ καὶ κ. καὶ νόμος ὁ δεσπότης” Men. 581.