A.food of serpents, of the Pythian laurel and the Nemean celery, Inscr.Cos58.5.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
Ο ο,
-
ὀβρι^μο-πάτρη
ὀβρι^μο-πάτρα
-
ὀγκ-όω
ὀγκ-ύλλομαι
-
ὅδ-ισμα
ὁδ-ιστής
-
ὀδοντο-φυ^ής
ὀδοντο-φύησις
-
ὄες:
ὄζαιν-α
-
ὁΐ
οἴ
-
οἴη
οἴη
-
οἰκ-ητήρ
οἰκ-ητήριον
-
οἰκοδομ-ικός
οἰκοδομ-ιστήριος
-
οἰκούρ-ιος
οἰκουροκαθέδριος
-
οἴμ-ημα:
οἰμ-ητεύει:
-
οἰν-ίσκος
οἰν-ιστήρια
-
οἰνο-πληθής
οἰνο-πλήξ
-
οἰνοχο-ΐα
οἰνοχο-ΐδιον
-
οἰοταζομένης:
οἰό-φρων
-
οἰστρο-πλάνεια
οἰστρο-πλήξ
-
οἰωνό-μικτος
οἰωνο-πολέω
-
ὀκρυ^όεις
ὀκτά-βλωμος
-
ὀκτ-άρουρος
ὀκτά-ρριζος
-
ὀκτώ-φορος
ὀκχέω
-
ὀλεῖ
Ὀλεῖαι
-
ὀλι^γαρχ-ία
ὀλι^γαρχ-ικός
-
ὀλι^γο-κάλα^μος
ὀλι^γο-καρπέω
-
ὀλι^γο-σώμα^τος
ὀλι^γο-τεκνία
-
ὀλι^γωφελής
ὀλιζότερος
-
ὁλμο-ποιός
ὅλμος
-
ὁλό-λι^θος
ὁλό-λι_τος
-
ὁλο-σίδηρος
ὁλό-σκι^ος
-
ὁλό-χλωρος
ὁλο-χρόνιος
-
ὅμα^δ-ος
ὀμάζω
-
ὄμβρ-ιος
ὀμβρο-βλυ^τέω
-
ὁμήρης
ὁμήρησις
-
ὄμνυ_μι
ὁμο-αιχμία:
-
ὁμό-δουπος
ὁμοδρομ-έω
-
ὁμοιο-γενής
ὁμοιο-γονία
-
ὁμοιοσχημ-ονέω
ὁμοιόσχημ-ος
-
ὁμο-κοιτία
ὁμό-κοιτος
-
ὁμό-παις
ὁμο-πάτηρ
-
ὁμό-σπλαγχνος
ὁμο-σπονδέω
-
ὁμο-τύραννος
ὁμοῦ
-
ὀμπν-ιακός
ὄμπν-ιος
-
ὅμως
ὁμωχέτα_ς
-
ὀνειρό-γονος
ὀνειρο-δότης
-
ὀνησι^φόρος
ὀνητός
-
ὀνομα-κλήδην
ὀνομα-κλήτωρ
-
ὀνο-χειλές
ὀνό-χηλον
-
ὀξυ?́-βα^ρις
ὀξυ^-βάφιον
-
ὀξυ-θρήνητος
ὄξυ-θριξ
-
ὀξυ?́-μολπος
ὀξυ^-μυρσίνη
-
ὄξυσμα
ὀξύ-στερνος
-
ὀπεύει:
ὀπή
-
ὀπισθο-κάρπιος
ὀπισθο-κέλευθος
-
ὁπλέω
ὁπλή
-
ὁπλορχηστής
ὁπλοσκοπία
-
ὁποτέρ-ωσε
ὅπου
-
ὅπυι
ὀπυιητής
-
ὁρ-α_τίζω
ὁρ-α_τικός
-
ὄργ-ιον
ὀργιοφάντης
-
ὀρει-πολέω
ὀρει-πτελέα
-
Ὀρέστ-εια
Ὀρέστ-ειος
-
ὀρθο-γρα^φέω
ὀρθο-γρα^φία
-
ὀρθο-περιπα^τητικός
ὀρθο-πλήξ
-
ὀρθό-ϋφος
ὀρθό-φρων
-
ὀρικάνην:
ὀρι^κός
-
ὀρκύαλος
ὀρκ-υ_νεῖον
-
ὁρμ-ίστρια
ὁρμοδοτήρ
-
ὀρνι_θο-θηρευτής
ὀρνι_θο-θηρέω
-
ὀροβοειδής
ὄροβος
-
ὁροφύλαξ
ὀροφύλαξ
-
ὀρτα^λ-ι^χεύς
ὀρτα?́λ-ι^χος
-
ὄρυς
ὀρύσσω
-
ὄρχ-ησις
ὀρχ-ησμός
-
Ὄσι_ρις
ὄσι_ρις
-
ὀσταθείς:
ὀστα^κός
-
ὀστρα^κ-ίνδα
ὀστρα?́κ-ι^νος
-
ὄσχη
ὄσχιον
-
οὐ
οὗ
-
οὐδετέρ-ωσε
οὐδέτις
-
οὐλίριος
οὐλοβάται:
-
οὐ μέν,
οὐ μὲν οὖν
-
οὐρα^νο-βάμων
οὐρα^νο-βα^τέω
-
οὐρεύς
οὐρεύω
-
οὐσι-άζω
οὐσι-α^κός
-
ὀφελής
ὀφέλλιμος
-
ὀφιῆτις
ὀφι^ο-βόρος
-
ὀφρυ^-ώδης
ὀφρυ?́-ωσις
-
ὀχλα^γωγ-έω
ὀχλα^γωγ-ία
-
ὄψ
ὄψ
-
ὀψίον
ὀψιοπαίκτης
-
ὀψῶνα:
ὀψων-άτωρ
-
ὀψωνιοπώλης
entry:
ὀφέλλιμος
ὀφέλλιον
ὀφέλλω
ὀφέλλω
ὀφέλλω
ὄφελμα
ὄφελμα
ὀφελμός
ὄφελος
ὀφελός
ὀφέλσι^μος
ὀφελ-τρεύω
ὄφελ-τρον
ὀφεό-δηκτος
ὀφεο-πρόσωπος
ὀφεώδης
ὀφεωπλόκα^μος
ὀφήλωμα
ὀφθαλμ-ηδόν
ὀφθαλμ-ία
ὀφθάλμ-ια
ὀφθαλμ-ίας
ὀφθαλμ-ία_σις
ὀφθαλμ-ιάω
ὀφθαλμ-ίδιον
ὀφθαλμ-ίζομαι
ὀφθαλμ-ικός
ὀφθάλμ-ιον
ὀφθαλμ-ῖτις
ὀφθαλμο-βολέω
ὀφθαλμο-βόλος
ὀφθαλμο-βόρος
ὀφθαλμο-δουλεία
ὀφθαλμο-ειδής
ὀφθαλμο-κλέπτης
ὀφθαλμο-πονέω
ὀφθαλμο-πόνος
ὀφθαλμός
ὀφθαλμό-σοφος
ὀφθαλμο-στα^τήρ
ὀφθαλμό-τεγκτος
ὀφθαλμο-φα^νής
ὀφθαλμωρυ^χ-έω
ὀφθαλμώρυ^χ-ος
ὀφι-α^κός
ὀφί-ασις
ὀφιδεύειν:
ὀφίδιον
ὀφι^ηβοσίη
ὀφιῆτις