A.“βρεκεκεκὲξ κοὰξ κοάξ” Ar.Ra.209, al. κόαρον: ἐλάχιστον, Hsch. κοάω , v. κοέω. κοβάθια , v. κωβάθια. κόβαθος , sine expl., PLond.1821.362 (in a list of cups). κόβακτρα: κολακεύματα, πανουργήματα, Hsch.
κόαλοι: βάρβαροι, Hsch. κοάξ , onomatop., to express the croaking of frogs,