A.snowflake, Hom. (only in Il.), mostly in pl., “ὥς τε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαὶ ἤματι χειμερίῳ” Il. 12.278; βρέχε . . χρυσέαις νιφάδεσσι, a legendary statement of the wealth of Rhodes, Pi.O.7.34; “ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν” Il. 3.222, cf. Luc.Dem.Enc.5: sg. in collect. sense, snowstorm, “νιφὰς ἠὲ χάλαζα” Il.15.170; [πάγος] βρέχετο πολλᾷ νιφάδι was wrapt as in deep snow, Pi.O.10(11).51.
νι^φ-άς , άδος, ἡ,