A.backwards, back, “ὡς ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν παλίνορσος ἀπέστη” Il.3.33, cf. Emp.35.1; “ἄγε νῆα . . π. ἐς Ἑλλάδα” A.R.1.416; π. φορή retrograde movement, Aret.SA2.5; recurrent, “ἣν ἡ νοῦσος π. ὀφθῇ” Id.CD1.5: neut. as Adv., back again, AP7.608 (Eutolm.): Att. πα^λίνορρον , with a backward wrench, Ar.Ach.1179. (-ορσος prob. = ὄρρος, cf. παλιμπυγηδόν.)
πα^λι?́ν-ορσος , ον,