A.cut down, cut short, “ξ. τὰς πρῴρας ἐς ἔλασσον” Th.7.36; ς. χιτῶνας cut out, shape them, X.Cyr.8.2.5; συντέμνει δ᾽ ὅρος ὑγρᾶς θαλάσσης the sea cuts short, terminates (my realm), A.Supp.258; ς. τὰς πλεκτάνας cut them off, Alex.187, cf. 84.
2. metaph., “εἰς ἓν . . πάντα τὰ μέλη ξυντεμῶ” Ar.Ra.1262; “τὸν ἐνιαυτὸν ς. εἰς μῆν᾽ ἕνα” Philippid.25.1; τιμὰς ξ. abridge them, A.Eu.227; “πόνους” E.Rh.450:—Med., “πάντα τοι ξυντέμνεται Κύπρις . . βουλεύματα” S.Fr.941.16.
3. esp. of expenses, “ς. τὴν μισθοφοράν” Th.8.45; ς. τὰς δαπάνας εἰς τὰ καθ᾽ ἡμέραν cut down one's expenses to one's daily wants, X.Hier.4.9:—Pass., εἰ . . ἐς εὐτέλειάν τι ξυντέτμηται (v. “εὐτέλεια” 11) Th.8.86; συντμηθῆναι τὴν σύνταξιν that my allowance has been cut down, PCair.Zen.577.11 (iii B.C.).
4. of persons, cut them off, “συντέμνουσι γὰρ θεῶν . . τοὺς κακόφρονας Βλάβαι” S.Ant.1103.
5. divide logically, Pl.Sph. 227d, Plt.261a.
II. of speech, “ἐν βραχεῖ πολλοὺς λόγους” Ar. Th.178, cf. Aeschin.2.31; “σύντεμνέ μοι τὰς ἀποκρίσεις καὶ βραχυτέρας ποίει” Pl.Prt.334d: then (λόγον being omitted), cut the matter short, speak briefly, “ὡς δὲ συντέμω” E.Tr.441; “ἅπαντα συντεμὼν φράσω” Id.Hec.1180; σύντεμνε cut short, make an end, Mnesim.3.4; “οἶνον εἰπὲ συντεμών” Antiph.52.12; συντεμόντι, like συνελόντι εἰπεῖν, in brief, Anaxil.22.30: also ς. (sc. τὴν ὁδόν) cut the way short, cut across, “ς. ἀπ᾽ Ἀμπέλου ἄκρης ἐπὶ Καναστραῖον ἄκρην” Hdt.7.123.
III. intr., τοῦ χρόνου συντάμνοντος as the time became short, Id.5.41.