A.a scratching up, σκαριφησμοὶ λήρων petty quibbles, Ar.Ra.1497, ubi v. Sch.(1545), prob. cj. in Numen. ap. Eus.PE14.5 (for σκαρφηθμοῖς codd.); also σκαριφήματα , Sch.Ar.Nu.630, Phot. s.v. σκαλαθύρματα; σκα^ρι_φ-εύματα , Suid. s.v. σκαλαθυρμάτια; σκα^ρι_φ-ίσματα , Hsch. s.v. σκαλαθυρμάτια.
σκα^ρι_φ-ησμός , ὁ,