A.garlic, Allium sativum, Hdt. 2.125,4.17, Gal.12.126: pl., Schwyzer 725.5 (Milet., vi B.C.), Hp.Acut. 37; “σκορόδων κεφαλαί” Ar.Pl.718, cf. V.679; σκορόδοις ἀλείφειν, = σκοροδίζειν, Id.Pax502; ἵνα μή ποτε σκόροδα φάγῃ μηδὲ κυάμους μέλανας if he doesn't want to eat war-rations, Id.Lys.690 (on κυάμους in this phrase cf. App.Prov.3.27, Suid.); cf. σκόρδον.
σκόροδον , τό, contr. σκόρδον (q.v.),