A.covered carriage, esp. used by Persians; [“Ξέρξης] μεταβαίνεσκε ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν” Hdt.7.41, cf. 83; of ambassadors to Susa, “ἐφ᾽ ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι” Ar.Ach. 70; used by women, X.Cyr.3.1.40, 6.4.11.
ἁρμάμαξα [μα^μ], ης, ἡ,