A.folly, thoughtlessness, freq. in pl., “παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων” Od.24.457, cf. 16.278: in sg., “οὐδέ τί σε χρὴ ταύτης ἀφροσύνης” Il.7.110, cf. Democr.254, Hdt.3.146, 9.82; “κοῦφαι ἀ.” S.OC1230 (lyr.); “καταφρόνησιν ἢ . . ἀ. μετωνόμασται” Th.1.122; opp. σωφροσύνη and σοφία, Pl.Prt.332e; “συμβαίνει ἡ ἀ. μετὰ ἀκρασίας ἀρετή” Arist.EN1146a27.
ἀφροσύνη , ἡ, (ἄφρων)