A.“ἀνηρόμην” S.Aj.314, inf. “ἀνερέσθαι” Id.OT1304; Pl.Men.85c has fut. ἀνερήσομαι, and Hsch. gives ἀνηρήμεθα: ἠρωτήθημεν:
1. c. acc. pers., inquire of, question, “ὅτε κεν δή σ᾽ αὐτὸς ἀνείρηται ἐπέεσσι” Od.4.420; so “μή μ᾽ ἀνέρῃ τίς εἰμι” S.OC210, cf. Aj.314, Pl.Ap.20a, etc.
2. c. acc. rei, ask about, “τήνδε τε γαῖαν ἀνείρεαι” Od.13.238: in Prose also “περί τινος” Pl.Men.74c.
3. c. dupl. acc., ὅ μ᾽ ἀνείρεαι what thou inquirest of me, Il.3.177; “ἀνήρετ᾽ . . χαιρεφῶντα Σωκράτης ψύλλαν ὁπόσους ἅλλοιτο . . πόδας” Ar. Nu.145, cf. Pl.Smp.173b, etc.