A.saw through, saw asunder, Ar.Eq.768, cj. in Aen.Tact.4.2 (cf. διαπίμπρημι); split, “κύμινον” Jul.Caes.312a:— Pass., Hp.VC21; “-πεπρισμένα [ξύλα]” SIG2587.304; “διαπεπρισμένα ἡμίσε᾽ . . ὡσπερεὶ τὰ σύμβολα” Eub.70: metaph., “διεπρίοντο ταῖς καρδίαις” Act.Ap.7.54, cf. 5.33; also “εἰς πλείω δ. τὴν Παλαιστίνην” Lib.Ep. 334.
II. δ. τοὺς ὀδόντας gnash the teeth, Luc.Cal.24.
III. διαπρίεται: διαγοράζει, μαίνεται, Hsch.