II. to separate, “διδύμους” Ph.2.303, al., cf. Heliod. ap.Orib.44.10.5; “τὴν δύναμιν ἀπὸ Συρακουσῶν” Plu.Tim.25; “διηρτημένα ἀπ᾽ ἀλλήλων” Str.5.3.7: c. gen., “σῶμα τοῦ ὅλου διαρτηθέν” Ph.2.509; dismember, Plot.6.9.5; interrupt, “τὰς ἀκολουθίας” D.H.Dem. 40; “διηρτημένων τῶν λέξεων” forced apart, Id.Comp.20; “διηρτημένων . . φωνῶν” Demetr.Lac.1014.48 F.; διηρτῆσθαι, of argument, to lack connexion, be incoherent, διηρτημένα τινὰ καὶ ψευδῆ ib.46F., cf. S.E. P.2.153.
III. = καταρτίζω, Hsch. (Pass.).